ευκολοπάτητος

ευκολοπάτητος
-η, -ο
1. ο εκτεθειμένος σε εχθρικές επιδρομές, ο ευπρόσβλητος («κάστρο ευκολοπάτητο»)
2. (για κτήριο) ο εκτεθειμένος σε κλοπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… …   Dictionary of Greek

  • ευπάτητος — εὐπάτητος (Α) [πατώ] αυτός που μπορεί να καταπατηθεί εύκολα, ο ευκολοπάτητος …   Dictionary of Greek

  • ευπαράγωγος — εὐπαράγωγος, ον και εὐπαραγωγός, όν (Α) 1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος 2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος 3. εύκαμπτος, ευλύγιστος 4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός 5. (κατ… …   Dictionary of Greek

  • πανευέφοδος — ον, Α εξαιρετικά ευπρόσβλητος, ευπρόσιτος, ευκολοπέραστος, ευκολοπάτητος («ἔστι δ ἐπίπεδον καὶ πάνευέφοδον ἐπὶ τὴν πόλιν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐέφοδος «ευπρόσιτος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”